ἐφαρμόσω

ἐφαρμόσω
ἐφᾱρμόσω , ἐφαρμόζω
fit on
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἐφαρμόζω
fit on
aor subj act 1st sg
ἐφαρμόζω
fit on
fut ind act 1st sg
ἐφαρμόζω
fit on
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • μπαζάρω — 1. τεντώνω το σχοινί και το πανί πλοίου μέχρι την τέλεια προσαρμογή τού ενός με το άλλο 2. έλκομαι ώσπου να εφαρμόσω τελείως με κάτι («άσ το, μπαζάρησε πια το πανί») 3. στερεώνω πέτρες σε τοίχο οικοδομής τοποθετώντας ανάμεσά τους χαλίκια 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”